- καταθάλπω
- καταθάλπω (Α)θάλπω, θερμαίνω πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θάλπω «θερμαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek